- όποι
- ὅποι και ιων. τ. ὅκοι και δωρ. τ. ὅπυι, ὅπυς (Α)επίρρ.1. (σε πλάγ. ερώτ.) α) προς ποιο μέρος, πού («ἀμηχανεῑν ὅποι τράποιντο», Αισχύλ.)β) ώς ποιο σημείο, μέχρι πού («ἐπήκουσα... μέχρι ὅποι...», Πλάτ.)γ) (με ρ. στάσεως) σε ποιο μέρος, πού («διδάξαι μ' ὅποί (ενν. ἐλθόντες) καθέσταμεν», Σοφ.)2. (ως αναφ.) στον τόπο στον οποίο, εκεί όπου («ἐκεῑσ' ὅποί πορευτέον», Σοφ.)3. (με το αν και υποτ.) σε οποιοδήποτε τόπο, οπουδήποτε («ὅποι ἄν ἔλθω», Πλάτ.)4. (με διάφ. μόρια) α) ὅποιπερόπου ακριβώς («πλοῡς ὅποι ποτὲ θεὸς δικαιοῑ», Σοφ.)β) ὅποι ποτέόπου κι αν τύχει, όπου τυχόν5. (συχνά με γεν. τού όλου) ὅποι γῆς, ὅποι χώρας, ὅποι γνώμης («οὐδ' οἶσθα ὅποι γῆς οὐδ' ὅποι γνώμης φέρῃ», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφορικό επίρρ. ὅποι έχει σχηματιστεί από το θ. *yo- τής αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και το ερωτ. επίρρ. ποῖ* (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὅπως < πῶς κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλ., αντίστοιχα, βλ. λ. πο-].
Dictionary of Greek. 2013.